αποσκίρτηση — η (Μ ἀποσκίρτησις) απομάκρυνση, εγκατάλειψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποσκιρτώ. Η λ. μαρτυρείται στον Κ. Κούμα] … Dictionary of Greek
ἀποσκιρτήσῃ — ἀποσκιρτάω skip away aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἀποσκιρτάω skip away aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἀποσκιρτάω skip away fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱ποσκιρτήσῃ , ἀποσκιρτάω skip away futperf ind mp 2nd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποστασία — Εξέγερση κατά της εξουσίας, ανταρσία, αλλά και αποχώρηση από μια ομάδα και ένταξη σε άλλη. Εγκατάλειψη της ορθοδόξου πίστεως. Συνήθως η α. συνδέεται με ευτελή κίνητρα. * * * η (ΑΜ ἀποστασία) [αποσταίνω] 1. στάση, εξέγερση 2. εκκλ. απάρνηση του… … Dictionary of Greek
απόσχιση — η (AM ἀπόσχισις) βίαιη απόσπαση, αποχωρισμός νεοελλ. η αποχώρηση κάποιου από την πολιτική παράταξη στην οποία ανήκει ή η μεταπήδηση του σε άλλη πολιτική παράταξη, η αποσκίρτηση αρχ. (για φλέβες) διαίρεση, διακλάδωση … Dictionary of Greek
μεταγνώμη — μεταγνώμη, ἡ (Α) 1. αλλαγή γνώμης, μεταβολή απόφασης 2. αποσκίρτηση, αποστασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + γνώμη (πρβλ. δια γνώμη, συγ γνώμη)] … Dictionary of Greek
μεταπήδηση — η (Α μεταπήδησις) [μεταπηδώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταπηδώ, η αλλαγή θέσης με άλμα νεοελλ. μτφ. προσχώρηση κάποιου σε άλλη πολιτική αντίληψη ή παράταξη από εκείνη στην οποία ανήκε, αποστασία, αποσκίρτηση («η μεταπήδησή του στο κόμμα… … Dictionary of Greek
Ααλή ή Αλή Μεχμέτ εμίν Πασάς — (Κωνσταντινούπολη 1815 – 1871).Τούρκος διπλωμάτης και μεταρρυθμιστής πολιτικός. Έδρασε κυρίως κατά τη βασιλεία του σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ, τον οποίο επηρέαζε ισχυρά, έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη του, χάρη στις ικανότητες που επέδειξε. Ο Α.… … Dictionary of Greek
Αικατερίνη — I Όνομα αγίων της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Α. της Μπολόνια (1413 – 1463). Γεννήθηκε στην Μπολόνια, ανατράφηκε όμως στη Φεράρα. Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο μοναχικό τάγμα της Αγίας Κλάρας. Το 1457 έγινε ηγουμένη της μονής του τάγματος αυτού… … Dictionary of Greek
Κίροφ-Μαρίινσκι, μπαλέτα — Ρωσικό χορευτικό συγκρότημα, μέλος του Θεάτρου Μαρίινσκι, διάσημο για το κλασικό ρεπερτόριό του και για τους καλλιτέχνες με τους οποίους έχει συνεργαστεί. Τα μπαλέτα Κ. Μ. έχουν τις ρίζες τους στη σχολή χορού η οποία είχε ιδρυθεί στην Αγία… … Dictionary of Greek
Λίνκολν, Άμπραχαμ — (Abraham Lincoln, Χότζενσβιλ, Κεντάκι 1809 – Ουάσινγκτον 1865). Αμερικανός νομικός και πολιτικός, ο 16ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1861 65). Ο πατέρας του ήταν πιονέρος αγρότης, ο οποίος ζούσε από το κυνήγι και τα προϊόντα των χωραφιών που καλλιεργούσε ο … Dictionary of Greek